- ψαμμόφιλος
- ος, ο[ν] живущий или растущий в песчаных местах (о животных, растениях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαμμόφιλος — η, ο, Ν 1. (για ζώα) αυτός που ζει στην άμμο 2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε αμμώδεις τόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + φίλος (πρβλ. ὑμνό φιλος)] … Dictionary of Greek